- καινουργούμενα
- καινουργέωmake newpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καινουργώ — και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) [καινουργός] 1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου 2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek